φτερουγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτερουγώ < φτερουγίζω < πτερυγίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

φτερουγώ

  1. (λαϊκότροπο / ποιητικό) φτερουγίζω
    Οι σκέψεις/οι άγγελοι φτερουγάνε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]