φτύνω αίμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτύνω αίμα < → δείτε τις λέξεις φτύνω και αίμα

Έκφραση[επεξεργασία]

φτύνω αίμα

  1. (κυριολεκτικά) κάνω αιμόπτυση
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρούμαι αφάνταστα για να επιτύχω κάτι, μοχθώ υπερβολικά, δεινοπαθώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]