φυγαδεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φυγαδεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φυγαδεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυγαδεύω
  3. θα φυγαδεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυγαδεύω