φυτέψετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φυτέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυτεύω
- θα φυτέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυτεύω