χίπστερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χίπστερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hipster

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χίπστερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • άτομο που ντύνεται βάσει του αντίστοιχου στυλ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]