χαζολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χαζολογώ
- περνώ την ώρα μου μην κάνοντας τίποτα σοβαρό ή παραγωγικό, απλώς χαζεύοντας άσκοπα εδώ κι εκεί
- κάνω χαζές, άσκοπες συζητήσεις χωρίς ουσία, για να περνάει η ώρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαζολογώ
|