χαμηλῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμηλῶς < χαμηλ(ός) + -ῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

χαμηλῶς

  1. χαμηλά, σε χαμηλό σημείο
  2. σιγανά, χαμηλόφωνα
    χαμηλῶς ἐλάλει - σιγανά έπαιζε [όργανο] (⌘Διγενής Ακρίτης, χφ. (Α) Αθηνών-Άνδρου, στίχος 1843)

Πηγές[επεξεργασία]