χαντόκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαντόκι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) χοτ ντογκ
- ↪ Πουλούσε χαντόκια στην 5η Λεωφόρο.