χαραδρόομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαραδρόομαι < χαράδρα
Ρήμα[επεξεργασία]
χαραδρόομαι (στο γ΄πρόσωπο)
- τα ορμητικά νερά ανοίγουν επάνω μου χαράδρες
- χώρη κεχαραδρωμένη