χαραδρόομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαραδρόομαι < χαράδρα

Ρήμα[επεξεργασία]

χαραδρόομαι (στο γ΄πρόσωπο)

  1. τα ορμητικά νερά ανοίγουν επάνω μου χαράδρες
    χώρη κεχαραδρωμένη