χαρτογράφησε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χαρτογράφησε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαρτογραφώ
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαρτογραφώ