χαυνόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαυνόω < χαῦνος
Ρήμα[επεξεργασία]
χαυνόω-χαυνῶ (μέλλων: χαυνώσω)
- καθιστώ κάτι χαλαρό, πορώδες, αραιό, μαλθακό
- χαλαρώνω, γίνομαι μαλθακός εγώ
- ανοίγω το στόμα και χάσκω, γίνομαι χαζός
- ὁ νοῦς ἐχαυνώθη
- φουσκώνω, αλαζονεύομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- χαυνότης
- στη νεοελληνική συγγενές με το αποχαυνώνω και αποχαυνώνομαι