χαϊδευτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χαϊδευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαϊδεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαϊδεύομαι
  3. θα χαϊδευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαϊδεύομαι