χαϊδευτείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χαϊδευτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαϊδεύομαι
  2. θα χαϊδευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαϊδεύομαι