χειροδικήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χειροδικήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειροδικώ
- θα χειροδικήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειροδικώ