χειρουργοῦμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χειρουργοῦμαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος χειρουργῶ, συνηρημένη μορφή του χειρουργέομαι
Δείτε επίσης : χειρουργούμαι |
χειρουργοῦμαι