χηρέψουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χηρέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χηρεύω
- θα χηρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χηρεύω