χολιάσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χολιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χολιάζω
  2. θα χολιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χολιάζω