χολωθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χολωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χολώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χολώνομαι
  3. θα χολωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χολώνομαι