χοχλάκιασα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xoˈxla.ca.sa/
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χοχλάκιασα
- α' ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου του ρήματος χοχλακιάζω