χοχλακώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοχλακώ < μεσαιωνική ελληνική χοχλάζω[1] < ελληνιστική κοινή κοχλάζω < αρχαία ελληνική καχλάζω

χοχλακώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. χοχλάζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)