χρεμετίσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χρεμετίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρεμετίζω
  2. θα χρεμετίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρεμετίζω