χρηματοδοτῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χρηματοδοτώ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηματοδοτῶ < αρχαία ελληνική χρῆμα + δίδωμι

Ρήμα[επεξεργασία]

χρηματοδοτῶ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]