χριστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Χριστῷ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χριστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρίζομαι / χρίομαι
  2. θα χριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρίζομαι / χρίομαι