χυτλόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χυτλόω < χύτλον

Ρήμα[επεξεργασία]

χυτλόω

  1. λούζω, πλένω
  2. αλείφω πάνω μου, μετά το μπάνιο κάνω στον εαυτό μου εντριβή
  3. ξεπλένομαι, ξεβγάζομαι