χωλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χωλεύω (παθητικό: χωλεύομαι)
- είμαι ή γίνομαι κουτσός, κουτσαίνω, ίσως κουτσαίνω παροδικά και δεν έχω μόνιμη αναπηρία, δεν είμαι δηλαδή χωλός ή δεν είχα αναηπηρία, αλλά την αποκτώ τώρα
- θόρυβος οὖν καὶ ἅμιλλα καὶ ἱδρὼς ἔσχατος γίγνεται... πολλαὶ μὲν χωλεύονται, πολλαὶ δὲ πολλὰ πτερὰ θραύονται :μέσα στη φασαρία και τον ανταγωνισμό και τον ιδρώτα για τη νίκη... πολλά <άλογα> κουτσαίνονται ή σπάνε τα πτερύγια των αρμάτων (Πλάτ.)
- (μεταβατικό) κουτσαίνω κάποιον άλλο