ψευδομαρτυρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδομαρτυρέω < ψευδομάρτυς
Ρήμα[επεξεργασία]
ψευδομαρτυρέω και συνηρημένο ψευδομαρτυρῶ
- μαρτυρώ ψευδώς, ψευδομαρτυρώ, ειμαι ψευδομάρτυρας
- μέσο συνήθως σύνθετο ως καταψευδομαρτυροῦμαι