ψευδορκήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ψευδορκήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ψευδορκώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψευδορκώ
  3. θα ψευδορκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψευδορκώ