ψιλογαμιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλογαμιέμαι < ψιλο- + γαμιέμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ψιλογαμιέμαι (προφορικό)

  • (κυριολεκτικά) έχω σποραδικές ερωτικές επαφές (σύνταξη συνήθως στον πληθυντικό)
    Έχουν χωρίσει και έχουν άλλες σχέσεις τώρα, αλλά που και που ψιλογαμιούνται ακόμα μεταξύ τους
  • (μεταφορικά) που δεν πάει καλά, που παρουσιάζει προβλήματα (σύνταξη συχνά σε τρίτο πρόσωπο)
    Στη δουλειά μέχρι τώρα το κλίμα ήταν πολύ καλό, τώρα τελευταία όμως έχει ψιλογαμηθεί η κατάσταση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]