ψιλογαμιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψιλογαμιέμαι (προφορικό)
- (κυριολεκτικά) έχω σποραδικές ερωτικές επαφές (σύνταξη συνήθως στον πληθυντικό)
- ↪ Έχουν χωρίσει και έχουν άλλες σχέσεις τώρα, αλλά που και που ψιλογαμιούνται ακόμα μεταξύ τους
- (μεταφορικά) που δεν πάει καλά, που παρουσιάζει προβλήματα (σύνταξη συχνά σε τρίτο πρόσωπο)
- ↪ Στη δουλειά μέχρι τώρα το κλίμα ήταν πολύ καλό, τώρα τελευταία όμως έχει ψιλογαμηθεί η κατάσταση
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψιλογαμιέμαι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Κατερίνα Χριστοπούλου, «Μια λεξικολογική προσέγγιση για την “άσεμνη” λέξη γαμώ», στο σύμμεικτο τόμο: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρακτικά 7ου Συνέδριο Μεταπτυχιακών Φοιτητών & Υποψηφίων Διδακτόρων του Τμήματος Φιλολογίας [Αθήνα, 16-18 Μαΐου 2013] τόμ. Α΄ (Αθήνα, 2014, ISBN 978-960-466-140-4), σ. 297. Στον ιστότοπο 7th Athens Postgraduate Conference· πρόσβαση: 2022-04-20.