ψιλοπράματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιλοπράματα < ψιλός + πράμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιλοπράματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό