ψοφάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψοφάω < ψοφ(ώ) + -άω κατά το τρίτο πρόσωπο σε -άει (ψοφάει)

Ρήμα[επεξεργασία]

ψοφάω