όψομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όψομαι < αρχαία ελληνική ὄψομαι, μέλλοντας του ρήματος ὁρῶ (βλέπω)

Ρήμα[επεξεργασία]

όψομαι

  1. συνήθως συναντάται στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: οψόμεθα και σημαίνει θα δούμε, ίδωμεν.
  2. και στη φράση "ας όψεται", που σημαίνει "ας ξέρει τι κακό έκανε, και ας αφήνουμε την τιμωρία σου στις μελλοντικές εξελίξεις και/ή στο Θεό"