όψομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όψομαι < αρχαία ελληνική ὄψομαι, μέλλοντας του ρήματος ὁρῶ (βλέπω)
Ρήμα[επεξεργασία]
όψομαι
- συνήθως συναντάται στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: οψόμεθα και σημαίνει θα δούμε, ίδωμεν.
- και στη φράση "ας όψεται", που σημαίνει "ας ξέρει τι κακό έκανε, και ας αφήνουμε την τιμωρία σου στις μελλοντικές εξελίξεις και/ή στο Θεό"