догола

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

догола (ru)

  • χωρίς κανένα ρούχο
раздеть(ся) догола: ξεγυμνώνω (-νομαι)