пандемия
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
пандемия (bg) (pandémija) θηλυκό
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pəndɨˈmʲijə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
пандемия (ru) (pandɛmíja) θηλυκό