пиджак

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Από το Αγγλικό pea jacket (pilot jacket) < Ολλανδικά pijjekker.

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

пиджак (ru) αρσενικό

  1. πανωφόρι, τζάκετ, μπουφάν
  2. αθλητικό τζάκετ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]