џак
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- џак < ουγγρική zsák < μέση άνω γερμανική sac < λατινικά saccus < αρχαία ελληνική σάκκος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
џак (sh) αρσενικό