పుట్టుమచ్చ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

పుట్టుమచ్చ (te)

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)