ἀγγέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αγγέλλω, Αγγέλω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀγγέλλω   ἀγγέλλομαι 
Παρατατικός  ἤγγελλον   ἠγγελλόμην 
Μέλλοντας  ἀγγελῶ   ἀγγελοῦμαι, ἀγγελήσομαι, ἀγγελθήσομαι 
Αόριστος  ἤγγειλα   ἠγγειλάμην, ἠγγέλην, ἠγγέλθην 
Παρακείμενος  ἤγγελκα   ἤγγελμαι 
Υπερσυντέλικος  ἠγγέλκειν   ἠγγέλμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγγέλλω < ἄγγελος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ἀγγέλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]