ἀγνωμονέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγνωμονέω < α στερητικό + γνώμη + -εω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀγνωμονέω - ἀγνωμονῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι αγνώμων, δείχνω αχαριστία
  2. το μεταγενέστερο παθητικό ἀγνωμονοῦμαι : προσβάλλομαι άδικα, αδικούμαι
    ἀγνωμονηθείς υπό πατρός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • ἀγνωμόνως ἔχω
  • ἀγνώμων εἰμί
  • ἀχαριστῶ
  • ἀδικῶ