ἀγοράζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἀγοράζω < ἀγορά

ἀγοράζω

  1. συχνάζω στην αγορά
  2. αγοράζω, ψωνίζω