ἀγριαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγριαίνω < ἄγριος + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀγριαίνω (αμετάβατο)

  1. εξαγριώνομαι, θυμώνω
  2. αγριεύω (π.χ. ο καιρός, τα νερά του ποταμού)