ἀθρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀθρέω < α- προθεματικό με ρίζα θρα- και θρε- ενώ άλλοι το αποδίδουν σε ρίζα θερ- πιθανόν ινδοευρωπαϊκή

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀθρέω - ἀθρῶ (συνηρημένο)

  1. βλέπω
  2. εξετάζω