ἀκολασταίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀκολασταίνω < ἀκόλαστος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀκολασταίνω (μεταγενέστερο: ἀκκιοῦμαι)
Κλίση[επεξεργασία]
Δόκιμο μόνον στον ενεστώτα και στο μέλλοντα ἀκολαστανῶ