ἀλῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀλῶ

  • συνηρημένος τύπος του ἀλέω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα)