ἀμαζόνειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμαζόνειος < Ἀμαζών

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμαζόνειος, -ος, -ο

  1. που ανήκει στις Ἀμαζόνες, σχετικός με αυτές
  2. γυναίκα που έχει ύφος αρρενωπό, αντρογυναίκα, γενικά άτομο που έχειύφος ανδρικό
  3. επίθετο των Λακεδαιμονίων για τον Απόλλωνα

Συνώνυμα[επεξεργασία]