ἀμαχητί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἀμαχητί (ἀμᾰχητί)
ετυμ. τροπικό επίρρημα παραγόμενο από κλιτό μέρος του λόγου, όπως και ἀμυστί, αμισθί κ.α.