ἀμβλυωπέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμβλυωπέω < ἀμβλυωπής και ἀμβλυωπός (<ἀμβλύς + ὦψ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμβλυωπέω - ἀμβλυωπῶ

  • έχω αδύναμη όραση (δόκιμο μόνο στον ενεστώτα)

Συγγενικά[επεξεργασία]