ἀμοιρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμοιρέω < ἄμοιρος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀμοιρέω και συνηρημένο ἀμοιρῶ
- δεν έχω μερίδιο, κληρονομιά, μερτικό
- μεταγενέστερη έννοια: δεν αναμιγνύομαι, είμαι αμέτοχος