ἀμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ἀμός, -ή, -όν

  1. δικός μου (γράφεται και με δασεία ἁμός)
     συνώνυμα: ἐμός

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 80