ἀναλόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀναλόω < ἀνά + Fαλ + ο + ω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀναλόω - ἀναλῶ (συνηρημένο)
- ρήμα ταυτόσημο σε έννοια και με κοινούς τύπους με το ἀναλίσκω