ἀναμφίλογος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀναμφίλογος | τὸ ἀναμφίλογον | οἱ, αἱ ἀναμφίλογοι | τὰ ἀναμφίλογα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀναμφιλόγου | τοῦ ἀναμφιλόγου | τῶν ἀναμφιλόγων | τῶν ἀναμφιλόγων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀναμφιλόγῳ | τῷ ἀναμφιλόγῳ | τοῖς, ταῖς ἀναμφιλόγοις | τοῖς ἀναμφιλόγοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀναμφίλογον | τὸ ἀναμφίλογον | τοὺς, τὰς ἀναμφιλόγους | τὰ ἀναμφίλογα |
Κλητική | ἀναμφίλογε | ἀναμφίλογον | ἀναμφίλογοι | ἀναμφίλογα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀναμφιλόγω | |||
Γενική-Δοτική | ἀναμφιλόγοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀναμφίλογος -ος -ον
- που δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει σχετικά μ' αυτόν, μη αμφισβητούμενος, αναντίρρητος, αδιαφιλονίκητος